δύο

δύο
δύο
Grammatical information: numer.
Meaning: `two'
Other forms: ep. eleg. also δύω, Lac. etc. also δύ(Ϝ)ε (after κύν-ε etc.), oblique forms δυοῖν (Att. δυεῖν since IV-IIIa), δυῶν, δυοῖσ(ι), δυσί; also indeclinable ( Il.); see Schwyzer 588f.
Dialectal forms: Myc. dwo, duwoupi \/dwōuphi\/.
Compounds: As first member (beside usual δι-, s. δίς) e. g. in δυο-ποιός `making two' (Arist.), and in univerbations like δυο-καί-δεκα (Il. a. o.);
Derivatives: δυοστός `half' (Sch.), after εἰκοστός etc.
Origin: IE [Indo-European] [228] *duu̯o, *duu̯-eh₃(?) `two'
Etymology: The final short of δύο also in Arm. erko-tasan `twelve' and in Skt. (Ved.) deriv. dva-ká- `in pairs' (Lat. duo is due to the Iambenkürzung). *duu̯o is also found in Goth. twa and wit `we two' and in OIr. da. (Cowgill, MSS 46 (1985) 13-28). δύο from δύω or *δύοι (= Skt. duvé, OCS dъvě f. n.) before vowel does not convince. Therefore δύο beside the dual δύω (= Skt. duvā́, OCS dъva m.) must be an old indeclinable. Beside IE *duu̯ō̆ and *duu̯ōu (in Skt. duváu) there was monosyllabic *du̯ō(u) in δ(Ϝ)ώ-δεκα, Arm. erku, Skt. dvā́(u), Hitt. dā- in dā-yuga- `two years old', dān `a second time'. See Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 341ff. and Cowgill l.c. who assumes *dúu̯o beside *duu̯ṓ (which was *duu̯eh₃(u), rather than *duu̯oh₁ with o-stem inflection).
Page in Frisk: 1,424-425

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δύο — και δυο αριθμ., που δηλώνει δύο μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύο — Acut. (Sp.) indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) …   Dictionary of Greek

  • Δύο τοίχους ἀλείφειν. — δύο τοίχους ἀλείφειν. См. И нашим и вашим …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Βουνά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 191 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται Α του Γοργοπόταμου, Ν της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γοργοποτάμου …   Dictionary of Greek

  • Δύο Πρίνοι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρεύματα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του Πηλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλέων …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Σικελιών, Βασίλειο — Βλ. λ. Ανδηγαυία· Νάπολη· Σικελία· Ιταλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”